προσωποῦττα

προσωποῦττα
προσωποῦττα, , [var] contr. for προσωπόεσσα,
A vessel with a face, Polem. Hist.94, Poll.2.48.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσωπούττα — ἡ, Α (συνηρ. τ. τού προσωπόεσσα) αγγείο με πρόσωπο («προσωποῡττα Πολέμων ἀγγεῑον χαλκοῡν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + οῦττα (πρβλ. μελιτ οῦττα), βλ. λ. όεις] …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”